-
1 εὐεπίθετος
εὐ-επί-θετος, leicht anzugreifen; wie εὐεπίϑετος ἡμῖν εἴη, für uns leicht anzugreifen -
2 εὐ-επί-θετος
εὐ-επί-θετος, leicht anzugreifen, εὐεπίϑετον ἦν ἐνταῦϑα τοῖς πολεμίοις Xen. An. 3, 4, 20, wie εὐεπίϑετος ἡμῖν εἴη, für uns leicht anzugreifen, Thuc. 6, 34; μάλ' εὐεπ. πρὸς τὰς τῶν πολλῶν δόξας Plat. Polit. 306 a; Sp., wie τόποι Pol. 4, 19, 12; auch adv.
См. также в других словарях:
ευεπίθετος — εὐεπίθετος, ον (Α) αυτός εναντίον τού οποίου μπορεί κάποιος να επιτεθεί με ευκολία, ο ευπρόσβλητος («εὐεπίθετος ἡμῑν εἴη», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί θετος (επι τίθημι)] … Dictionary of Greek